Magyar-Görög szótár »

beszél görögül

MagyarGörög
egyre jobban beszélsz görögül

μιλάς ελληνικά όλο και καλύτερα

elbeszél

διηγούμαι

elbeszélés

αφήγηση

διήγημα

ιστορία

παραμύθι

elbeszélő

αφηγητής

félrebeszél

παραμιλώ (-άω, -ήσω)

hol vannak a barátaid, akikről beszéltél?

πού είναι οι φίλοι σου για τους οποίους μίλησες; που

itt john beszél

ο γίαννης είμαι

itt maria beszél

η μαρία είμαι

jobban beszél görögül

μιλάει ελληνικά πιο καλά / καλύτερα

kivel beszélek?

ποιος είναι?

kérem beszéljen lassabban

παρακαλώ μιλήστε πιο αργά

lebeszél

τον/την κάνω να αλλάξει γνώμη

megbeszél

συζητώ

megbeszélés

συζήτηση◼◼◼

συζήτηση (syzítísí)◼◼◼

συνάντηση◼◼◼

σύσκεψη◼◼◻

συνέδριο◼◻◻

διάσκεψη◼◻◻

μελέτη

συνομιλία

συνομιλία (synomilía)

σύνοδος

megbeszélés / tárgyalás

ραντεβού / meeting

megkérdezhetem, kivel beszélek?

μπορώ να ρωτήσω ποιος καλεί;

mikor kezdődik a megbeszélés?

τι ώρα ξεκινάει η σύσκεψη;

mikor lesz vége a megbeszélésnek?

τι ώρα τελειώνει η σύσκεψη;

milyen nyelveken beszél?

τι γλώσσες μιλάς;

nagyon jól beszél angolul

μιλάς πολύ καλά αγγλικά

nem beszélek angolul

δεν μιλάω αγγλικά

nem beszélek jól angolul

δεν μιλάω καλά αγγλικά

nem is beszélve

πόσο μάλλον◼◼◼

nem tetszik, ahogy beszélsz

δε μ’ αρέσει ο τρόπος που μιλάς

szeretnék beszélni a patikussal, kérem

θα ήθελα να μιλήσω στο φαρμακοποιό παρακαλώ

szeretnék beszélni egy orvossal

θα ήθελα να δω ένα γιατρό

szeretnék valakivel beszélni egy jelzálogról

θα ήθελα να μιλήσω σε κάποιον σχετικά με μια υποθήκη

szeretnénk meghívni önt egy elbeszélgetésre

θα θέλαμε να σας καλέσουμε σε μια συνέντευξη

123