Magyar-Görög szótár »

beszél görögül

MagyarGörög
beszél

θέμα◼◼◼

αριθμός◼◼◻

συζήτηση◼◼◻

λέω

μιλώ (-άω, -ήσω)

συζητώ

συνομιλώ

συντυχαίνω

beszél angolul?

μιλάτε αγγλικά;

beszélget

διάλεξη

κουβεντιάζω (-σω), συζητώ (-άω, -ήσω)

μιλάω

μιλώ

συζητώ

συνομιλώ

συντυχαίνω

beszélgetés

συνέντευξη◼◼◼

συζήτηση◼◼◼

συνομιλία◼◻◻

η συζήτηση

κουβέντα

συνομιλώ

beszélgetés, megbeszélés, vita

συζήτηση (η, tsz. -εις)

beszélgetőtárs

συνομιλητής◼◼◼

beszélhetek a menedzserrel?

μπορώ να μιλήσω με τον υπεύθυνο;

beszélhetnék ..., kérem?

θα μπορούσα να μιλήσω ... παρακαλώ

beszélj lassabban, nem értelek!

μίλα πιο αργά, δε σε καταλαβαίνω!

beszéljünk ...

ας μιλήσουμε στα ...

beszélni kezd

αρχίζει να μιλάει

beszélsz angolul? (italbrac'informal), beszél angolul? (italbrac'formal)

μιλάς αγγλικά (milás angliká?)

μιλάτε αγγλικά (miláte angliká?)

beszélő

ομιλητής◼◼◼

ηχείο

μεγάφωνο

ρήτορας

a beszélgetésünkre hivatkozva szeretném megerősíteni a találkozónkat január 7-e, kedd reggel 9.30-ra.

σε συνέχεια της συζήτησης μας, χαίρομαι να επιβεβαιώσω τη συνάντηση μας στις 9.30 π.μ την τρίτη, 7 ιανουαρίου.

belebeszél

διακόπτω

csak egy nagyon kicsit beszélek angolul

μιλάω λίγα αγγλικά

egy kicsit beszélek angolul

μιλάω μόνο πολύ λίγα αγγλικά

egy megbeszélésen van

βρίσκεται σε μια σύσκεψη

12