Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
δομημένη περιοχή▼◼◼◼
(πυκνο)δομημένη περιοχή/οικιστική περιοχή▼
οικιστική περιοχή▼
πυκνοδομημένη περιοχή▼
↑