Magyar-Görög szótár »

őz görögül

MagyarGörög
gőzgenerátor

ατμολέβητας

gőzgép

ατμομηχανή

gőzhajó

ατμόπλοιο

gőzmozdony

ατμομηχανή

gőzöl

ατμός

gőzölög

ατμός

αχνίζω

αχνός

υδρατμός

gőzös

ατμόπλοιο

hatásmegelőzés

πρόληψη (αποφυγή) των επιπτώσεων

Időzóna

Ζώνη ώρας◼◼◼

jöttem, láttam, győztem

ήλθον, είδον, ενίκησα

katasztrófa megelőzés

πρόληψη καταστροφής(ών)

keringőzik

βαλσάρω

kiesőzés/kimosódás

έκπλυση/κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής

kármegelőzés

πρόληψη της ζημίας (βλάβης)

kártevő fertőzés

προσβολή από επιβλαβείς οργανισμούς◼◼◼

kávéfőző

καφετιέρα

kőzet

πέτρωμα◼◼◼

πέτρα◼◼◻

βράχος

Kőzet

Πέτρωμα◼◼◼

kőzetgyapot

πετροβάμβακας◼◼◼

Kőzettan

Πετρολογία

legyőz

ήττα

ανατρέπω

νικώ

νικώ (-άω, -ήσω)

legyőzhetetlen

αήττητος

ακαταμάχητος

ανίκητος

levegőztetés

αερισμός◼◼◼

εξαερισμός◼◻◻

αερισμός/εξαερισμός

levetkőzik

γδύνομαι

γδύνομαι (-θώ), βγάζω (-λω) τα ρούχα μου

levetkőzni

ξεντύνω

levetkőztet

ξεντύνω

megelőz

προηγούνται◼◼◼

1234