Magyar-Görög szótár »

ül görögül

MagyarGörög
feszület

σταυρώνω

feszült

αγχώδης

νευρικός

τεντωμένος

τεταμένος

χρόνος

feszültség

τάση◼◼◼

ένταση◼◻◻

υπερένταση

feszültség alatti sín

ράγα

feszültségmérő

βολτόμετρο◼◼◼

feszülés

ένταση◼◼◼

figyelmen kívül hagy

αγνοώ

fizethetünk külön?

μπορούμε να πληρώσουμε χωριστά;

folyosó melletti ülés

θέση στο διάδρομο

forgalomba került

βγήκε στην κυκλοφορία, η κίνηση

Francia Déli- és Antarktiszi-területek

Γαλλικά Νότια Εδάφη

Francia déli területek

Γαλλικά νότια και ανταρκτικά εδάφη

fájnak az izületeim

οι αρθρώσεις μου πονάνε

fészkelő terület

περιοχή φωλιάσματος

fésül

χτένα◼◼◼

χτενίζω

fésül (→ χτενίζομαι fésülködik)

χτενίζω

fésülködik

χτενίζομαι (-στώ)

földgazdálkodási beavatkozási terület

περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών

földközi-tengeri terület

περιοχή της Μεσογείου

földönkívüli

εξωγήινος

föltehetek egy hülye kérdést?

να σου κάνω μια χαζή ερώτηση;

függetlenül

ανεξάρτητα◼◼◼

ανεξαρτήτως◼◼◼

άσχετα◼◻◻

ανεξάρτητος◼◻◻

fül

αυτί◼◼◼

αφτί (το)◼◻◻

λαβή◼◻◻

χερούλι◼◻◻

στάχυ

fülbemászó

δερματόπτερα (ψαλίδες)

πιασάρικος

fülbevaló

σκουλαρίκια◼◼◼

891011