Magyar-Görög szótár »

építkezés görögül

MagyarGörög
építkezés

κατασκευή◼◼◼

ανέγερση◼◼◻

εργοτάξιο◼◼◻

οικοδομική◼◼◻

οικοδομή◼◻◻

κτήριο◼◻◻

κτίριο◼◻◻

η οικοδομή

οικοδομικός

a város sok pénzzel járult hozzá az építkezéshez

ο δήμος συνεισέφερε πολλά λεφτά στην οικοδομή, (jóváhagy) συναινώ (-έσω), εγκρίνω (+tárgyeset vmihez)

hogy áll az építkezés?

πώς πάει η οικοδομή;

újrahasznosítható anyaggal való építkezés

κατασκευές (δόμηση) με ανακυκλωμένα υλικά