Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
κατασκευή▼◼◼◼
ανέγερση▼◼◼◻
εργοτάξιο▼◼◼◻
οικοδομική▼◼◼◻
οικοδομή▼◼◻◻
κτήριο▼◼◻◻
κτίριο▼◼◻◻
η οικοδομή▼
οικοδομικός▼
ο δήμος συνεισέφερε πολλά λεφτά στην οικοδομή, (jóváhagy) συναινώ (-έσω), εγκρίνω (+tárgyeset vmihez)▼
πώς πάει η οικοδομή;▼
κατασκευές (δόμηση) με ανακυκλωμένα υλικά▼
↑