Magyar-Görög szótár »

épít görögül

MagyarGörög
épít

ανεγείρω

κατασκευάζω

οικοδομώ

χτίζω (-σω)

épít (→ χτίζομαι épül)

χτίζω

épített csatornarendszer

κατασκευασμένο σύστημα αποχέτευσης

épített környezet

δομημένο περιβάλλον/αστικοποιημένο περιβάλλον

épített szerkezet

κατασκευασμένη δομή

építkezés

κατασκευή◼◼◼

ανέγερση◼◼◻

εργοτάξιο◼◼◻

οικοδομική◼◼◻

οικοδομή◼◻◻

κτήριο◼◻◻

κτίριο◼◻◻

η οικοδομή

οικοδομικός

építmény

κτίρια◼◼◼

κατασκευή◼◼◼

ανέγερση◼◻◻

κτήριο

οικοδομικός

építés

κατασκευή◼◼◼

ανέγερση◼◼◻

οικοδομή◼◻◻

κτίριο◼◻◻

κατασκευαστικός

οικοδομική

οικοδομικός

építési

κατασκευή◼◼◼

οικοδόμηση◼◼◻

οικοδομική◼◼◻

ανέγερση◼◻◻

οικοδομικός

építési engedély

οικοδομική άδεια◼◼◼

άδεια κατασκευής◼◼◼

építési hulladék

απορρίμματα οικοδομών/μπάζα

építési ipar

επιχειρήσεις με κατασκευές

építési munka

έργο (κατασκευής)/κατασκευαστική εργασία

építési szabályozás

οικοδομικός κανονισμός

12