Görög | Magyar |
---|---|
ων | lét◼◼◼ |
(emberé) η φωνή, (pl. gitáré) ο ήχος | |
(συσκευή παραγωγής ακτίνων) λέιζερ | |
(υπαίθριος) χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων | |
(telefonon) παίρνω (πάρω, πήρα) (στο) τηλέφωνο | |
Άδωνις | |
άμβωνας | |
Άμων | |
άνευ όρων | feltétlen◼◼◻ |
Άσμα Ασμάτων | |
έγκριση των εγκαταστάσεων | |
Έθνος (κοινωνιολογία) | Nemzet◼◼◼ |
έκπλυση/κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής | |
έλεγχος διαβατηρίων | |
έλεγχος των γεννήσεων | |
έλεγχος των οχλήσεων | |
Ένα αλιευμάτων | |
Ένωση συνόλων | |
έχετε ζωντανή μουσική σήμερα; | |
έχετε πάρκινγκ αυτοκινήτων; | |
έχετε τηλεφωνικό κατάλογο; | |
έχω αγωνία, (lámpalázas) έχω τρακ | |
Ήρων | |
αέριο χώρου ταφής απορριμμάτων | |
αίθουσα συνεδριάσεων | |
Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη) | |
Αγίων Πάντων | |
αγνώμων | |
αγορά παραγόντων | |
αγωνία | szorongás◼◼◼ kín◼◼◼ gyötrelem◼◻◻ szükség◼◻◻ végrehajt◼◻◻ végrehajtás◼◻◻ |
αγωνίζομαι |