Görög | Magyar |
---|---|
φύση | jelleg◼◼◼ természet◼◼◻ természeti◼◻◻ puszta◼◻◻ |
Φύση | Természet◼◼◼ |
φύση (:el:Φύση'el) | természet◼◼◼ |
φύση (η) | természet◼◼◼ |
φύσημα | fúj◼◼◼ |
αγάπη για τη φύση | |
διατήρηση της φύσης | |
εμφύσηση | felfújás◼◼◼ |
επέμβαση στη φύση και (σ)το τοπίο | |
μνημείο της φύσης | |
νεκρή φύση | |
νομοθεσία (νόμοι) περί διατήρησης της φύσης | |
οργανισμός (οργάνωση) για τη διατήρηση της φύσης | |
προστασία της φύσης | |
πρόγραμμα διατήρησης της φύσης | |
φυσιολατρία/αγάπη για τη φύση |