Görög | Magyar |
---|---|
τοπίο | táj◼◼◼ tájkép◼◼◻ |
τοπίο μετά την εξόρυξη | |
τοπίο/περιοχή | |
(συστατικό) στοιχείο του τοπίου | |
αγροτικό τοπίο | |
αλλοίωση του τοπίου | |
ανάλωση (κατοχή) του τοπίου | |
αξιοποίηση του τοπίου | |
αποκατάσταση (ανάπλαση) τοπίου | |
αρχιτεκτονική τοπίου | tájépítés◼◼◼ |
διατήρηση του τοπίου | |
διαχείριση του τοπίου | |
επέμβαση στη φύση και (σ)το τοπίο | |
οικολογία του τοπίου | |
πολιτική διατήρησης του τοπίου | |
προστασία του τοπίου | |
προστατευόμενη περιοχή φυσικού τοπίου | |
προστατευόμενο τοπίο | |
στοιχείο του τοπίου | |
σχεδιασμός (ανάπλαση) τοπίου | |
φυσικό τοπίο |