Görög | Magyar |
---|---|
σύνδρομο | szindróma◼◼◼ tünetcsoport◼◻◻ |
σύνδρομο "όχι στην αυλή μου" | |
σύνδρομο Down | |
σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας | |
σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (síndromo epíktitis anosologikís anepárkias) | AIDS◼◼◼ |
σύνδρομο οφειλόμενο σε ιον(τ)ίζουσες ακτινοβολίες | |
σύνδρομο του άρρωστου κτηρίου |