Görög | Magyar |
---|---|
συγκέντρωση | összevonás◼◼◼ ülés◼◼◻ |
συγκέντρωση θείου | |
συγκέντρωση με οικονομικό χαρακτήρα | |
συγκέντρωση ρύπων | |
συγκέντρωση/συγκεντρωτισμός | |
η συγκέντρωση, η συνέλευση | |
μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση | |
μέγιστη συγκέντρωση όχλησης | |
στρατόπεδο συγκέντρωσης | |
συντελεστής βιοσυγκέντρωσης |