Görög-Magyar szótár »

πετρέλαιο jelentése magyarul

GörögMagyar
Πετρέλαιο

Kőolaj◼◼◼

πετρέλαιο

olaj◼◼◼

benzin◼◼◼

ásványolaj◼◼◻

kerozin◼◼◻

πετρέλαιο (petrélaio)

olaj◼◼◼

πετρέλαιο (petréleo)

kőolaj◼◼◼

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης

tüzelőolaj◼◼◼

πετρέλαιο εξωτερικής καύσης/μαζούτ

tüzelőolaj

πετρέλαιο ντίζελ

dízel üzemanyag◼◼◼

πετρέλαιο οικιακής χρήσης

háztartási tüzelőolaj

έρευνα (διερεύνηση) για πετρέλαιο

olajkutatás

αργό πετρέλαιο

kőolaj◼◼◼

ásványolaj◼◻◻

ενέργεια από το πετρέλαιο (την καύση πετρελαίου)

olajból nyert energia

καταστροφή από πετρέλαιο

olajkatasztrófa

σκάφος απορρύπανσης (από το πετρέλαιο)

olajvisszanyerő hajó

το πετρέλαιο

gázolaj◼◼◼