Görög | Magyar |
---|---|
περίπτωση | ügy◼◼◼ felmér◼◼◻ doboz◼◻◻ láda◼◻◻ ház◼◻◻ tok◼◻◻ |
περίπτωση (η, tsz. -εις) | eset◼◼◼ |
η περίπτωση | eset◼◼◼ |
σε καμία περίπτωση, (esemény) το περιστατικό | |
σε περίπτωση | esetén◼◼◼ esetére◼◼◻ |
σε περίπτωση που | |
σε περίπτωση που γυρίσετε μετά τα μεσάνυχτα θα χρειαστεί να χτυπήσετε το κουδούνι | |
στη συγκεκριμένη περίπτωση | |
σχέδιο έκτακτης ανάγκης (σε περίπτωση καταστροφής) | |
υπάρχει περίπτωση να είστε έγκυος; |