Görög | Magyar |
---|---|
ξίδι | ecet◼◼◼ |
διαστημικό ταξίδι | |
διοξίδιο του άνθρακα | |
διοξίδιο του αζώτου | |
διοξίδιο του θείου | |
διοξίδιο του τιτανίου | |
είμαι σε επαγγελματικό ταξίδι | |
είχες καλό ταξίδι / είχατε καλό ταξίδι; | |
επαγγελματικό ταξίδι | |
ευχαριστιέμαι τα ταξίδια | |
θα ήθελα να κλείσω ένα ταξίδι για ... | |
καλό ταξίδι | |
καλό ταξίδι (kaló taxídi) | |
μονοξίδιο του άνθρακα | |
μονοξίδιο του αζώτου | |
ξένος-η-ο, αλλοδαπός-ή-ό, külföldi út ταξίδι στο εξωτερικό | |
οξίδια | |
οξίδια του αζώτου | |
οξίδιο του αζώτου | |
πάμε ταξίδι! | |
ταξίδι | út◼◼◼ utazás◼◼◼ hajóút◼◼◻ utazik◼◻◻ kirándulás◼◻◻ |
ταξίδι (taxidi) | utazás◼◼◼ |
ταξίδι (μετακίνηση) εκτός περιόδου αιχμής | |
ταξίδι (το) | utazás◼◼◼ |
ταξίδι του μέλιτος | |
φεύγω (φύγω) (ταξίδι), πηγαίνω (πάω, πήγα) (ταξίδι) |