Görög | Magyar |
---|---|
μεν | ugyan◼◼◼ |
Μενέλαος | |
μενεξές | |
μενεξεδής | |
μενεξεδί | bíbor◼◼◼ |
μενουέτο | |
μενού | menü◼◼◼ |
μενού (το) | étlap◼◼◼ |
Μεντελέβιο | |
μεντελέβιο (mentelévio) | |
μεντεσές | |
μεντρεσές | |
Μενόρκα | Menorca◼◼◼ |
(εκτρεφόμενο) ζώο αγροκτήματος | |
(főnév) ο εκδοτικός οίκος, (melléknév) ενοικιαζόμενος (-η-ο) | |
(többnyire ellentétpárban) από τη μια (άποψη/πλευρά), αφ’ ενός (μεν) | |
άμεση αντισύλλυψη (το χάπι της επόμενης ημέρας) | |
άρμενο | |
έντυπο υλικό/κείμενα/λογοτεχνία/φιλολογία | |
έχετε καθόλου υγρά ή αιχμηρά αντικείμενα στις χειραποσκευές σας; | |
αέριο (που προκαλεί το φαινόμενο) του θερμοκηπίου | |
αερομεταφερόμενος (ατμοσφαιρικός) θόρυβος | |
αιτούμενος | jelölt◼◼◼ felperes◼◼◻ jelentkező◼◼◻ |
αλιεία με παρασυρόμενο δίχτυ | |
αμφιλεγόμενος | |
αναμενόμενος | várható◼◼◼ várt◼◼◻ |
αναπτυσσόμενες χώρες | |
αναπτυσσόμενος | fejlődés◼◼◼ növekedés◼◼◻ |
ανατρεπόμενο | dömper◼◼◼ |
ανερχόμενη στάθμη της θάλασσας | |
αντικείμενο | tárgy◼◼◼ cél◼◼◼ személy◼◼◻ |