Görög | Magyar |
---|---|
κλείνω (-σω) το μάτι | |
κομμάτι | rész◼◼◼ szám◼◼◻ bekezdés◼◻◻ vág◼◻◻ falat◼◻◻ |
μαυρομάτικα φασόλια | tehénborsó◼◼◼ |
μονόκλινο δωμάτιο | |
μονόκλινο (δωμάτιο) | |
μπορείτε να κλείσετε το αριστερό σας μάτι και να διαβάσετε αυτό με το δεξί; | |
μπορώ να δω το δωμάτιο; | |
ομμάτιον | |
παρακαλώ καθαρίστε το δωμάτιο μου | |
σε ποιο δωμάτιο είσαι; (méret) τι νούμερο | |
τα γαλανά μάτια | |
τι είδους δωμάτιο θα θέλατε; | |
το δωμάτιο μου δεν είναι έτοιμο | |
το δωμάτιο μου είναι το νούμερο ... | |
το δωμάτιο νούμερο ... | |
το δωμάτιο παραείναι ... | |
το δωμάτιο σας βρίσκεται στον ... όροφο | |
το κομμάτι | darab◼◼◼ |
το μπάνιο μοιράζεται με κάποιο ακόμη δωμάτιο | |
τραπεζογραμμάτιο | bankjegy◼◼◼ |
τριπλό δωμάτιο | |
υπνοδωμάτιο | |
υπνοδωμάτιο (ipnodomatio) |