Görög | Magyar |
---|---|
Λωτ | |
λωτός | lótusz◼◻◻ |
αιχμάλωτος | |
αιχμάλωτος (ο) | |
αιχμαλωτίζω | |
ανεκδήλωτος | |
γελωτοποιός | |
διαδηλωτής | |
εσωτερικές πλωτές μεταφορές | |
ευάλωτος | sérülékeny◼◼◼ sebezhető◼◼◼ |
ευγλωττία | |
εύγλωττος | |
ζηλωτής | |
καταναλωτής | fogyasztó◼◼◼ felhasználó◼◻◻ |
καταναλωτικά απορρίμματα | |
καταναλωτικό αγαθό | |
καταναλωτικό προϊόν | |
καταναλωτικό πρότυπο | |
κλωτσιά (η) | |
μανδαλωτής | |
μανταλωτής | |
Μεταγλωττιστής | |
ναυλωτής | feladó◼◼◼ |
ομάδα καταναλωτών | |
πεταλωτής | |
πληροφόρηση των (πληροφορίες για τους) καταναλωτών(ές) | |
προστασία των καταναλωτών | |
σπονδυλωτά | gerinces◼◼◼ |
σπονδυλωτό | gerinces◼◼◼ |
Σπονδυλωτό | |
σπονδυλωτός | |
συμπεριφορά του καταναλωτή | |
ψάχνετε για επιπλωμένη ή ανεπίπλωτη κατοικία; |