Görög | Magyar |
---|---|
λογικός | ésszerű◼◼◼ racionális◼◼◼ logikai◼◻◻ észszerű◼◻◻ logikus◼◻◻ |
αναλογικός | analóg◼◼◼ |
ανθρωπολογικός | |
ανοσολογικός | immunológiai◼◼◼ |
αρχαιολογικός (-η-ο) | |
αρχαιολογικός χώρος | |
βιολογικός | biológiai◼◼◼ |
βιολογικός δείκτης | |
βιολογικός καθαρισμός (των) λυμάτων | |
βιολογικός καθαρισμός αέριων αποβλήτων (απαερίων) | |
βιολογικός κύκλος | |
βιολογικός κύκλος/κύκλος ζωής | |
βιολογικός ρύπος | |
βιοτεχνολογικός κίνδυνος | |
γεωλογικός | geológiai◼◼◼ földtani◼◻◻ |
γλωσσολογικός | |
εννοιολογικός | fogalmi◼◼◼ |
εξαφάνιση [οικολογικός όρος] | |
επιδημιολογικός | |
ζωολογικός | |
ζωολογικός κήπος | állatkert◼◼◼ |
ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος] | |
μετεωρολογικός | |
μηχανολογικός εξοπλισμός | |
μικροβιολογικός | |
μορφολογικός | morfológiai◼◼◼ |
οικολογικός | ökológiai◼◼◼ |
οικολογικός έλεγχος | |
οικολογικός παράγοντας |