Görög | Magyar |
---|---|
κακό | rossz◼◼◼ |
κακόβουλο λογισμικό | |
κακόβουλος | |
κακόβουλος (kakóvulos) | |
κακός | |
κακός (kakós) | rossz◼◼◼ |
κακός / κακιά / κακό | |
κακός-ή/ιά-ό | |
έχω ένα κακό προαίσθημα | |
δε θα σου βλάψει / δε θα σου κάνει κακό να προσέχεις στα μαθήματα | |
λίγη σούπα δε θα σου κάνει κακό | |
το κάπνισμα βλάπτει την υγεία, κάνω κακό |