Görög | Magyar |
---|---|
Ιάβα | Jáva◼◼◼ |
αδιάβατος | |
διάβασες τα μαθήματά σου; | |
διάβαση | átjáró◼◼◼ hágó◼◻◻ folyosó◼◻◻ gázló◼◻◻ keresztezés◼◻◻ |
διάβαση πεζών | |
διάβασμα | |
διάβασμα (το) | |
η διάβαση | átjáró◼◼◼ |
η υπόγεια διάβαση | |
θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση | |
υπόγεια διάβαση | aluljáró◼◼◼ |
υπόγεια διάβαση πεζών | aluljáró◼◼◼ |