Görög | Magyar |
---|---|
εξέταση | vizsgálat◼◼◼ vizsgál◼◼◼ ellenőrzés◼◼◻ kivizsgálás◼◼◻ teszt◼◻◻ tárgyalás◼◻◻ átvizsgálás◼◻◻ próba◼◻◻ vizsgáztat◼◻◻ tesztel◼◻◻ vizsgázik◼◻◻ |
εξέταση (διερεύνηση) φακέλων (αρχείων) | |
εξέταση (η, tsz. -εις) | |
ανταγωνιστική εξέταση | |
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη | |
επανεξέταση | |
επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία | |
θα ήθελα μια εξέταση ματιών παρακαλώ | |
μικροβιολογική ανάλυση/μικροβιολογική εξέταση | |
να δώσω ένα διαγώνισμα / μια εξέταση | |
να κοπώ σε ένα διαγώνισμα / μια εξέταση | |
να περάσω ένα διαγώνισμα / μια εξέταση | |
συγκριτική δοκιμή/συγκριτική εξέταση | |
σωματική εξέταση | |
χρειάζεται να κάνεις μια εξέταση αίματος; |