Görög | Magyar |
---|---|
διερεύνηση | kivizsgálás◼◼◼ nyomozás◼◼◼ kutatás◼◼◻ |
διερεύνηση αποτελεσμάτων | |
διερεύνηση του χαρακτήρα κοινής ωφελείας | |
έρευνα (διερεύνηση) για πετρέλαιο | |
έρευνα (διερεύνηση) για φυσικό αέριο | |
έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση | |
εξέταση (διερεύνηση) φακέλων (αρχείων) |