Görög | Magyar |
---|---|
γίνεται | lehet(séges)◼◼◼ |
γίνεται καταμέτρηση των χρημάτων σας | |
γίνεται ξενάγηση της πόλης; | |
έλα όσο πιο νωρίς γίνεται! | |
αν είναι δυνατό(ν), αν γίνεται | |
αυτό δεν είναι δυνατόν / αυτό δε γίνεται | |
είμαι στη θέση να..., mi a helyzet? τι γίνεται; | |
θέλω μία μπλούζα, αν είναι δυνατόν / αν γίνεται σε κίτρινο χρώμα | |
μήπως γίνεται να κάνω check-out αργότερα; | |
τι γίνεται; | |
το ταχύτερο δυνατό / όσο το δυνατό πιο γρήγορα / όσο πιο γρήγορα γίνεται | |
του γίνεται(το παίρνει) συνήθεια |