Görög | Magyar |
---|---|
βιολογικός | biológiai◼◼◼ |
βιολογικός δείκτης | |
βιολογικός καθαρισμός (των) λυμάτων | |
βιολογικός καθαρισμός αέριων αποβλήτων (απαερίων) | |
βιολογικός κύκλος | |
βιολογικός κύκλος/κύκλος ζωής | |
βιολογικός ρύπος | |
μικροβιολογικός | |
χλωρίδα [βιολογικός όρος] | növényvilág◼◼◼ |