Görög | Magyar |
---|---|
ίνα | rost◼◼◼ |
ίνα/νημάτιο/νήμα | |
(fém) η λαμαρίνα, (hanglemez) ο δίσκος | |
έκρηξη/ανατίναξη | |
έτσι είναι η ζωή! | |
έφαγε ένα ολόκληρο κοτόπουλο, (πράγμα) που δεν είναι και τόσο εύκολο | |
έχει δυο κρεβατοκάμαρες, μια κουζίνα, ένα σαλόνι και ένα μπάνιο | |
αετίνα | |
ακουαμαρίνα | |
ακτίνα | hatósugár◼◼◼ hatótávolság◼◼◻ küllő◼◼◻ lap◼◻◻ szár◼◻◻ gerenda◼◻◻ polc◼◻◻ rádiusz◼◻◻ rúd◼◻◻ sorozat◼◻◻ |
αλεύρι που φωσκώνει (φαρίνα) | |
αλουμίνα | timföld◼◼◼ |
αμμοθίνα | |
αν είναι δυνατό(ν), αν γίνεται | |
αν είναι δυνατόν! | |
ανατίναξη | |
αξίνα | |
απεργία πείνας | éhségsztrájk◼◼◼ |
απο εδώ είναι ο σωστός δρόμος για ...; | |
από εδώ είναι ο δρόμος | |
από εκεί είναι | |
από ποιον είναι αυτός ο πίνακας; | |
από που είναι η καταγωγή σου; | |
από τι είναι φτιαγμένα αυτά; | |
αραπίνα | |
Αραπίνα | |
Αργεντίνα | |
αστυνομικίνα |