Görög | Magyar |
---|---|
έκπτωση | kedvezmény◼◼◼ engedmény◼◼◼ árengedmény◼◼◼ diszkont◼◼◻ számít◼◼◻ eladás◼◻◻ |
(üzletben) η έκπτωση | |
αποζημίωση(εις)/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση | |
η έκπτωση | kedvezmény◼◼◼ árengedmény◼◼◻ |
μπορείτε να μου κάνετε έκπτωση; | |
υπάρχει μήπως έκπτωση για ...; |