Görög | Magyar |
---|---|
άτι | |
έλα στο κρεβάτι μαζί μου! | |
έχει πάρα πολύ αλάτι | |
έχεις πολύ όμοφα μάτια | |
έχετε διαθέσιμα δωμάτια; | |
ίνα/νημάτιο/νήμα | |
αδυνάτισμα | fogyás◼◼◼ |
αθρυμμάτιστος | |
αλάτι | sós◼◼◼ konyhasó◼◼◻ tengervíz◼◼◻ |
Αλάτι | Konyhasó◼◼◼ |
αλάτι (aláti) | só◼◼◼ |
αλάτι (το) | só◼◼◼ |
αλάτι και ξύδι | |
αλάτι στρώσης (οδοστρώματος) | |
αριστοκράτισσα | |
αυτό είναι το δωμάτιο σου / αυτό είναι το δωμάτιο σας | |
αυτό το δωμάτιο έχει ...; | |
Βερσαλλίες (παλάτι) | |
Βονιφάτιος | |
γινάτι | |
γραμμάτιο | kötelezvény◼◼◼ |
δίκλινο δωμάτιο | |
δίκλινο (δωμάτιο) | |
δε θα έρθω εκτός αν αλλάξει κάτι | |
δεμάτι | |
δεν μπορώ να διαβάσω γιατί πονάνε τα μάτια μου, (elvisel) αντέχω (-ξω) | |
δερμάτινο μπουφάν | |
διεθνή ύδατα/διεθνής υδάτινη (θαλάσσια) δίοδος | |
διπλό δωμάτιο | |
διπλό κρεβάτι | |
δωμάτιο | szoba◼◼◼ helyiség◼◼◻ |
δωμάτιο (domátio) | szoba◼◼◼ |
δωμάτιο (το) | szoba◼◼◼ |
δωμάτιο γενικής χρήσης |