Görög | Magyar |
---|---|
Τρίτη | Kedd◼◼◼ kedden◼◼◻ |
Τρίτη (η) | kedd◼◼◼ |
άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος | |
αστρίτης | |
δέκατος-τρίτος / δέκατη-τρίτη / δέκατο-τρίτο | |
εικοστός-τρίτος / εικοστή-τρίτη / εικοστό-τρίτο | |
κάθε τρίτη | |
πετρίτης | vándorsólyom◼◼◼ |
πετρίτης (petritis) | vándorsólyom◼◼◼ |
σε συνέχεια της συζήτησης μας, χαίρομαι να επιβεβαιώσω τη συνάντηση μας στις 9.30 π.μ την τρίτη, 7 ιανουαρίου. | a beszélgetésünkre hivatkozva szeretném megerősíteni a találkozónkat január 7-e, kedd reggel 9.30-ra. |
την τρίτη | kedden◼◼◼ |
τρίτος / τρίτη / τρίτος |