ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
Ενέργεια | Energia◼◼◼ |
ενέργεια | intézkedés◼◼◼ tevékenység◼◼◻ művelet◼◼◻ eljárás◼◼◻ működés◼◼◻ cselekmény◼◼◻ cselekvés◼◼◻ erő◼◼◻ aktus◼◻◻ cselekedet◼◻◻ szerkezet◼◻◻ per◼◻◻ mozgás◼◻◻ tett◼◻◻ részvény◼◻◻ játszik◼◻◻ |
ενέργεια (παραγόμενη) από τον άνθρακα | |
ενέργεια από βιομάζα | |
ενέργεια από το πετρέλαιο (την καύση πετρελαίου) | |
έχω πολύ λίγη ενέργεια | |
αγορά ενέργειας | energiapiac◼◼◼ |
Αιολική ενέργεια | Szélenergia◼◼◼ |
ανανεώσιμη πηγή ενέργειας | |
αποθήκευση ενέργειας | |
βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας | |
βιομηχανία παραγωγής ενέργειας | |
γεωθερμική ενέργεια | |
δίκτυο διανομής ενέργειας | |
διαχείριση της ενέργειας | |
διενέργεια | tranzakció◼◼◼ |
είδος ενέργειας | |
εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας) | |
ενεργειακή μετατροπή/μετατροπή της ενέργειας | |
εξοικονόμηση ενέργειας | |
επιπτώσεις της ενέργειας στο περιβάλλον | |
ζήτηση ενέργειας | energiaigény◼◼◼ |