ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vetel

αξιώνω

απαιτώ

απαιτώ (-ήσω)

ικεσία

vetelés

περιουσιακό στοιχείο◼◼◼

αίτημα◼◼◻

πίστωση◼◼◻

ενεργητικό◼◼◻

ισχυρισμός◼◼◻

διεκδίκηση◼◻◻

πιστωτικός◼◻◻

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

vetelés, igény

απαίτηση (η, tsz. -εις)

vetelmény

απαίτηση◼◼◼

αναγκαιότητα◼◻◻

αξίωση◼◻◻

προαπαιτούμενο◼◻◻

vetkezésképpen

επομένως◼◼◼

άρα◼◼◻

οπότε◼◻◻

κατ' επέκταση◼◻◻

συνεπώς, κατά συνέπεια

vetkezetes

συνεπής◼◼◼

συνεπής-ής-ές

vetkezetesség

συνέπεια◼◼◼

vetkezetlen

ασυνεπής◼◼◼

ανακόλουθος◼◻◻

vetkezetlenség

ασυνέπεια◼◼◼

ανακολουθία◼◼◼

vetkezik

ακολουθώ

ακολουθώ (-ήσω), ki következik? ποιος έρχεται;

επακολουθώ

vetkezmény

συνέπεια◼◼◼

αποτέλεσμα◼◼◼

επακόλουθο◼◼◻

επίπτωση◼◼◻

απόρροια◼◼◻

συμπέρασμα◼◻◻

επίδραση◼◻◻

σειρά◼◻◻

5678

Το ιστορικό σας