ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vagyon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vagyon

περιουσία◼◼◼

περιουσιακό στοιχείο◼◼◼

ενεργητικό◼◼◻

μετρητά◼◼◻

ιδιοκτησία◼◼◻

κατοχή◼◼◻

κυριότητα◼◻◻

χρήματα◼◻◻

ουσία◼◻◻

χρήμα◼◻◻

πλούτος

απόκτημα

τύχη

vagyonfelügyelő

διαχειριστής◼◼◼

vagyonkezelő

διαχειριστής◼◼◼

καταπιστευματοδόχος◼◼◼

vagyontárgy

περιουσιακό στοιχείο◼◼◼

ενεργητικό◼◻◻

ingó vagyon

κινητή περιουσία◼◼◼

Το ιστορικό σας