ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

telek σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
telek

οικόπεδο◼◼◼

γήπεδο◼◼◻

αγροτεμάχιο

κλήρος

κτήμα

πλοκή

telekkönyv

κτηματολόγιο/μητρώο ακινήτων

telekocsi

συνεπιβατισμός◼◼◼

tele kérem

γεμίστε το παρακαλώ

baba ételek

τροφή μωρών

beszélj lassabban, nem értelek!

μίλα πιο αργά, δε σε καταλαβαίνω!

fizikai feltételek

φυσική κατάσταση

hagyományos krétai ételek

παραδοσιακά κρητικά φαγητά, (konvencionális) συμβατικός (-ή-ό)

építési telek

εργοτάξιο κατασκευών

οικοδομή

építési telek előkészítése

εγκατάσταση εργοταξίου κατασκευών

Το ιστορικό σας