ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πλοκή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πλοκή

cselekmény

parcella

telek

είχε πολύ καλή πλοκή

jó volt a cselekménye

εμπλοκή

érintettség◼◼◼

περιπλοκή

komplikáció◼◼◼