ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ont σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ont

ρίχνω

χύνω

Ontario

Οντάριο◼◼◼

Ontológia

Οντολογία◼◼◼

ontológia

οντολογία◼◼◼

10 fontot szeretnék rátenni

θα ήθελα να βάλω δέκα λίρες

a fizetés havonta, előre történik

το νοίκι πληρώνεται στην αρχή κάθε μήνα

a tolvaj bedugott egy ikont a kabátja alá

ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του

a viszontlátásra!

εις το επανιδείν!

adatközpont

κέντρο δεδομένων◼◼◼

ajánlatok 180.000 font felett

προσφορές για πάνω από 180,000 λίρες

ajánlatok 250.000 font körül

προσφορές γύρω στις 250,000 λίρες

azontúl

εκτός◼◼◼

bevásárlóközpont

σουπερμάρκετ◼◼◼

εμπορικό κέντρο◼◼◻

bontás

ανάλυση◼◼◼

ταξινόμηση◼◻◻

διαίρεση◼◻◻

bontási hulladék

απόβλητα κατεδαφίσεων

bontási vállalkozás

κλάδος (επιχειρήσεις) κατεδαφίσεων

Claudio Monteverdi

Κλαούντιο Μοντεβέρντι

combcsont

μηριαίο οστό◼◼◼

csomópont

κόμβος◼◼◼

διασταύρωση

σταυροδρόμι

csont

κόκαλο◼◼◼

κόκκαλο◼◼◻

οστό◼◼◻

αντικείμενο◼◻◻

πόδι

csont és bőr

πετσί και κόκαλο

csontenyv

ζελατίνη◼◼◼

csontképződés

οστεοποίηση◼◼◼

csontliszt

οστεάλευρο◼◼◼

Csontos halak

Οστεϊχθύες

csontritkulás

οστεοπόρωση◼◼◼

csontszáraz

κατάξερος

csonttörés

κάταγμα◼◼◼

σπάσιμο

csontvelő

μυελός◼◼◼

12