ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κόκκαλο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κόκκαλο

csont◼◼◼

száj◼◻◻

σπασμένο (κόκκαλο / χέρι / πόδι)

törött (csont / kar / láb)◼◼◼