ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

οντολογία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Οντολογία

Ontológia◼◼◼

οντολογία

ontológia◼◼◼

δεοντολογία

erkölcs◼◼◼

erkölcstan

ηθική/δεοντολογία/ήθη

etika

Παλαιοντολογία

Őslénytan◼◼◼

παλαιοντολογία

paleontológia

περιβαλλοντική δεοντολογία

környezetetika

περιβαλλοντολογία

environmentalizmus