ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
οστό | csont◼◼◼ |
ένα εκατοστό | |
βραχιόνιο οστό | |
εβδομηκοστός | |
εβδομηκοστός / εβδομηκοστή / εβδομηκοστό | |
εικοστό | huszadik◼◼◼ |
εικοστός | |
εικοστός / εικοστή / εικοστό | |
εικοστός-δεύτερος / εικοστή-δεύτερη / εικοστό-δεύτερο | |
εικοστός-πρώτος / εικοστή-πρώτη / εικοστό-πρώτο | |
εικοστός-τρίτος / εικοστή-τρίτη / εικοστό-τρίτο | |
εκατοστό | centiméter◼◼◼ századrész◼◼◼ |
εκατοστόμετρο | centiméter◼◼◼ |
εκατοστός | |
εκατοστός / εκατοστή / εκατοστό | |
ελεφαντόδοντο/ελεφαντοστό | |
ενενηκοστός / ενενηκοστή / ενενηκοστό | |
εξηκοστός | |
εξηκοστός / εξηκοστή / εξηκοστό | |
ιερό οστό | keresztcsont◼◼◼ |
κροταφικό οστό | |
κυβικό εκατοστό | |
λιγοστός | nagyon◼◼◼ |
μηριαίο οστό | combcsont◼◼◼ |
ογδοηκοστός | |
ογδοηκοστός / ογδοηκοστή / ογδοηκοστό | |
πεντηκοστός / πεντηκοστή / πεντηκοστό | |
ποιό είναι το ποσοστό συναλλαγής για ευρώ; | |
ποσοστό | arány◼◼◼ százalék◼◼◼ kamat◼◻◻ |
ποσοστό (αναλογία) ανακύκλησης | |
Πράξεις των Αποστόλων | |
Ροστόφ | Rosztov◼◼◼ |
ρυθμός/ποσοστό/ταχύτητα/αναλογία | |
σαρακοστός / σαρακοστή / σαρακοστό | |
τεσσαρακοστός | |
τετραγωνικό εκατοστό |