ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

old σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
föld

χερσαίος

Föld

χώμα◼◼◼

κράτος◼◼◻

ξηρά◼◼◻

χώρα◼◻◻

γείωση◼◻◻

κόσμος◼◻◻

föld alatti

υπόγειος

föld helyreállítás hegyvidéken

αποκατάσταση γαιών (του εδάφους) σε ορεινές περιοχές

Föld-Nap kapcsolat

αλληλεπίδραση μεταξύ Γης και Ηλίου

földadó

έγγειος φόρος◼◼◼

földalatti

υπόγεια◼◼◼

μετρό◼◼◻

υπέδαφος◼◻◻

υπόγειος

υπογειώνω

földalatti börtön

μπουντρούμι

földalatti vasút

μετρό

υπόγειος

υπόγειος σιδηρόδρομος

földbirtok

αγρόκτημα

földcsuszamlás

κατολίσθηση (εδάφους)◼◼◼

földel

γείωση◼◼◼

földelés

γείωση◼◼◼

έδαφος◼◻◻

γη

földeredetű tengeri szennyezés

θαλάσσια ρύπανση (προερχόμενη) από χερσαίες πηγές

földérték

αξία (της) γης

földfelosztás

χαρακτηρισμός χρήσης γης/παραχώρηση γης/κλήρος

Földgáz

Φυσικό αέριο◼◼◼

földgazdálkodás és tervezés

διαχείριση και σχεδιασμός χρήσης γαιών

földgazdálkodási beavatkozási terület

περιοχή παρέμβασης στο πλαίσιο της διαχείρισης γαιών

földgázkitermelés

εξαγωγή φυσικού αερίου

földgázkutatás

έρευνα (διερεύνηση) για φυσικό αέριο

földgolyó

υδρόγειος σφαίρα◼◼◼

földgömb

υδρόγειος σφαίρα

földgömb ábrázolása síklapon

γεωγραφική προβολή

földhasználat

χρήση γης/έγγειος εκμετάλλευση

földhasználat tervezése

χωροταξικός σχεδιασμός

földhasználati osztályozás

ταξινόμηση της χρήσης γης

2345

Το ιστορικό σας