ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

old σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
földhasználati rendszer

χωροταξικό καθεστώς

földhasználati terv

χωροταξικό σχέδιο

földhöz kötött tevékenység

επίγεια δραστηριότητα

földhöz való hozzáférés

πρόσβαση του κοινού σε έκταση γης

földi

επίγειος◼◼◼

γήινος◼◼◻

földi eper

φράουλα

χαμοκέρασο

földieper

φράουλα◼◼◼

χαμοκέρασο

földigiliszta

γεωσκώληκας

σκουληκαντέρα

σκουλήκι

földimalac

μυρμηγκοφάγος

földimogyoró

φιστίκι◼◼◼

földkéreg

γήινος φλοιός

Földköpeny

Μανδύας (γεωλογία)

Földközi-tenger

Μεσόγειος

Μεσόγειος Θάλασσα

földközi-tengeri

μεσογειακός

földközi-tengeri fa

μεσογειακό ξύλο (δάσος) (της Μεσογείου)

földközi-tengeri terület

περιοχή της Μεσογείου

földmegőrzés

συντήρηση εδάφους

földméréstan

γεωδαισία

földmérő

ερευνητής

földművelés

γεωργία (η)◼◼◼

földműves

αγρότης

αγρότισσα

γεωργός

κτηνοτρόφος

földnyelv

ισθμός

πλάτωμα

földökológia

οικολογία του εδάφους

földönkívüli

εξωγήινος

földpát

άστριος◼◼◼

földprogram

διάταξη γαιών (του εδάφους)/προετοιμασία (διαμόρφωση)

földrajz

γεωγραφία◼◼◼

földrajzi

γεωγραφικός◼◼◼

földrajzi információs rendszer

σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών◼◼◼

földrajztudomány

γεωγραφία

3456

Το ιστορικό σας