ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megy σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megy

θα◼◼◼

πάω (páo)

πηγαίνω

βαδίζω

περπατώ

ταιριάζω

ταξιδεύω

φεύγω

megy ... valami a színházban?

παίζει τίποτα σε κάποιο θέατρο ...;

megy valami jó?

παίζει τίποτα καλό;

megye

επαρχία◼◼◼

κομητεία (περιφέρεια)◼◼◼

περιφέρεια◼◼◼

νομός◼◼◻

κύκλος◼◻◻

megyek a barátnőmhöz

πάω στην φίλη μου

megyek aludni

ξανθομάλλης

πάω για ύπνο

megyünk sétálni?

θέλεις να πάμε μια βόλτα;

megyünk...?

θέλεις να πάμε ...;

... megy

παίρνει ...

a rossz úton megy

πάτε λάθος

aludni megy

πάει για ύπνο

bemegy

εγγράφω

εισέρχομαι

μπαίνω (μπω, μπήκα), jöjjön be! περάστε!

bemegy, bejön, beszáll

μπαίνω (μπω)

bemegy, belép, bejön

μπαίνω (béno)

benzinnel vagy diesellel megy?

παίρνει απλή ή ντίζελ;

egyházmegye

επισκοπή

elhatároztam, hogy elmegyek Görögországba

αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα

elindul, elmegy vhova

φεύγω (φύγω) (+ για)

elmegy

(vhova) πηγαίνω (πάω, πήγα), (elindul) φεύγω (φύγω)(+ για vhova), (jön és továbbmegy) περνώ (-άω, -άσω)(+ από vmi mellett)

άδεια

αφήνω

πηγαίνω

φεύγω

elmegyek

βγαίνω έξω

elmegyógyintézet

άσυλο

τρελοκομείο

12

Το ιστορικό σας