ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άσυλο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άσυλο

védelem◼◼◼

menedék◼◼◻

fogadó◼◻◻

menedékhely◼◻◻

elmegyógyintézet

menhely

szentély