ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

περπατώ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
περπατώ

gyalogol

hazakísér

jár

járás

kísér

legyalogol

megy

séta

sétál

sétáltat

περπατώ (perpató)

járni

menni

πηγαίνω (πάω, πήγα) με τα πόδια, περπατώ (-άω, -ήσω)

gyalogol