ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

megélhetés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megélhetés

ζην◼◼◼

βιοπορισμός◼◼◻

διαβίωση◼◻◻

ζωή◼◻◻

mivel keresed meg a megélhetésre valót?

τι επαγγέλεσαι;

Το ιστορικό σας