ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διαβίωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διαβίωση

életmód◼◼◼

létező◼◻◻

megélhetés◼◻◻

περιβάλλον διαβίωσης

életkörülmények◼◼◼

συνθήκες διαβίωσης

életkörülmények◼◼◼

χώρος διαβίωσης

élettér