ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δεν καταλάβαινα τίποτα στην εγχείρηση, (pl. nyaralás alatt) περνώ (-άω, -σω), (érzékel) καταλαβαίνω (καταλάβω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δεν καταλάβαινα τίποτα στην εγχείρηση, (pl. nyaralás alatt) περνώ (-άω, -σω), (érzékel) καταλαβαίνω (καταλάβω)

nem éreztem semmit a műtét alatt