ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

létező σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
létező

υφιστάμενος◼◼◼

διαβίωση◼◻◻

ζωή◼◻◻

αρτίγονος

εν εξελίξει

υπαρκτός

létező vegyi anyag

υπάρχουσες χημικές ουσίες (που κυκλοφορούν στο εμπόριο)

EK rendelet a létező vegyi anyagokról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες

Το ιστορικό σας