ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jog σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jog

δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου)◼◼◼

δικαίωμα◼◼◼

νομική◼◼◼

νομική (επιστήμη)/νομικά◼◼◼

νομικά◼◼◼

το δίκαιο, (vmihez) το δικαίωμα◼◼◼

νόμος◼◼◻

απευθείας◼◼◻

αξίωση◼◻◻

ισχυρισμός◼◻◻

λοιπόν◼◻◻

σωστά◼◻◻

αγαθό◼◻◻

διεκδίκηση◼◻◻

δικαστικός◼◻◻

δίκαιος◼◻◻

δίκιο◼◻◻

ψήφος◼◻◻

διεκδίκηση αποζημίωσης

ορθός

σωστός

δεξιά

δεξιός

Jog

Δίκαιο◼◼◼

jog (szabálygyűjtemény)

δίκαιο◼◼◼

δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου)◼◼◼

jog (tudomány)

νομική◼◼◼

νομική (επιστήμη)/νομικά◼◼◼

νομικά◼◼◼

jogalap

νομική βάση◼◼◼

τίτλος◼◻◻

ισχυρισμός◼◻◻

αξίωση

jogalkotási eljárás

νομοθετική διαδικασία◼◼◼

jogar

σκήπτρο

jogcím

τίτλος◼◼◼

κυριότητα◼◼◻

jogdíj

πνευματικά δικαιώματα◼◼◼

jogellenes lépés

παράνομη (άδικη) πράξη

joggal

δικαιολογημένα◼◼◼

12

Το ιστορικό σας