ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gyulladás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gyulladás

ανάφλεξη◼◼◼

φλεγμονή◼◼◻

η φλεγμονή◼◻◻

φλόγωση

gyulladáscsökkentő

αντιφλεγμονώδες◼◼◼

agyhártyagyulladás

μηνιγγίτιδα◼◼◼

agyvelőgyulladás

εγκεφαλίτιδα◼◼◼

bélgyulladás

εντερίτιδα◼◼◼

bőrgyulladás

δερματίτιδα◼◼◼

féregnyúlvány-gyulladás

σκωληκοειδίτιδα

fülgyulladás

ωτίτιδα

hashártyagyulladás

περιτονίτιδα

hörgőgyulladás

βρογχίτιδα

βρογχίτις

kötőhártya-gyulladás

επιπεφυκίτιδα

májgyulladás

ηπατίτιδα◼◼◼

nyelőcsőgyulladás

οισοφαγίτιδα

torokgyulladás

φαρυγγίτιδα◼◼◼

Tüdőgyulladás

Πνευμονία◼◼◼

vakbélgyulladás

σκωληκοειδίτιδα

Το ιστορικό σας